- ανταλλάξιμος
- -η, -ο1. αυτός που μπορεί να ανταλλαγεί, ο υποκείμενος σε ανταλλαγή2. το ουδ. ως ουσ. τα ανταλλάξιμαομολογίες που έδωσε το κράτος στους πρόσφυγες από την Τουρκία έναντι της περιουσίας που άφησαν εκεί και που ανταλλάχθηκε από το κράτος με την περιουσία των εδώ Τούρκων.
Dictionary of Greek. 2013.